- Δηλιάδος
- ΔηλιάςDelianfem gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρούσμα — το (AM κροῡσμα, Α και κροῡμα) [κρούω] νεοελλ. 1. κάθε περίπτωση ατόμου που προσβάλλεται από εμφανιζόμενη μολυσματική νόσο, ιδίως επιδημική, η προσβολή («ένα ακόμη κρούσμα ηπατίτιδας εμφανίστηκε στο σχολείο μας») 2. καθεμιά από τις παραβάσεις τού… … Dictionary of Greek